σφαίρισις

σφαίρισις
(-εως) η уст.
1) игра в мяч; 2) игра в бильярд

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σφαίρισις" в других словарях:

  • σφαίρισις — a playing at ball fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρίσεις — σφαίρισις a playing at ball fem nom/voc pl (attic epic) σφαίρισις a playing at ball fem nom/acc pl (attic) σφαιρίζω play at ball aor subj act 2nd sg (epic) σφαιρίζω play at ball fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»